- ἀμυχή
- ἀμυχή, Riß, Schramme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀμυχῇ — ἀμυχή scratch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχή — scratch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek
αμυχή — η γρατσούνισμα, επιπόλαιο τραύμα στο δέρμα: Είχε μια αμυχή στο χέρι κι έτρεχε λίγο αίμα απ’ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυχαῖς — ἀμυχή scratch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχαί — ἀμυχή scratch fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχμόν — ἀμυχή scratch masc acc sg ἀμυχμός wound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχῆς — ἀμυχή scratch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχήν — ἀμυχή scratch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυχῶν — ἀμυχή scratch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυχώδης — ἀμυχώδης, ες (Α) [ἀμυχή] όμοια με αμυχή, γεμάτος σκασίματα, ραγάδες … Dictionary of Greek